-
1 μουσική δωματίου
камерна музикаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μουσική δωματίου
-
2 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
-
3 музыка
-и θ.1. μουσική•инструментальная музыка ενόργανη μουσική•
вокальная -• η φωνητική μουσική•
симфоническая музыка συμφωνική μουσική•
камерная музыка μουσική δωματίου•
танцевальная -μουσική χορού•
духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•
духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•
похороны с -ой κηδεία με μουσική•
положить на -у μελοποιώ•
склонность к -е κλίση προς τη μουσική.
2. ορχήστρα•военная музыка η στρατιωτική μουσική.
|| μουσικό όργανο.3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.εκφρ.музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί. -
4 камерный
-
5 музыка
му́зык||аж ἡ μουσική:симфоническая \музыка ἡ συμφωνική μουσική· камерная \музыка ἡ μουσική δωματίου· легкая \музыка ἡ ἐλαφρά μουσική· танцевальная \музыка ἡ μουσική χοροῦ· учитель \музыкаи ὁ μουσικοδιδάσκαλος. -
6 камернцый
камернцыйприл муз.:\камернцый концерт ἡ I συναυλία (или τό κοντσέρτο) μουσικής δωματίου· \камернцыйая музыка ἡ μουσική δωματίου. -
7 камерный
επ.1. του κελιού της φυλακής•-сторож φύλακας κελιού φυλακής.
2. θαλαμωτός.3. του θαλάμου.4. του δωματίου•-ая музыка μουσική δωματίου.
-
8 chamber music
(music for a small group of players, suitable for a room rather than a large hall.) μουσική δωματίου -
9 камерный
муз. του δωματίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камерный
-
10 музыка
η μουσικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музыка
См. также в других словарях:
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… … Dictionary of Greek
Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Κάστρο, Χουάν Χοσέ — (Juan José Castro, Αβελιανέντα, Μπουένος Άιρες 1895 – 1968). Αργεντινός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στην πατρίδα του και αργότερα πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε δέκα χρόνια, συμπληρώνοντας τις μουσικές του γνώσεις με δάσκαλο τον… … Dictionary of Greek